αυτοδιοικούμαι;

αυτοδιοικούμαι;
(ε) самоуправляться, быть самоуправляемым, независимым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυτοδιοικούμαι;" в других словарях:

  • αυτοδιοικούμαι — (για περιοχές, οργανισμούς κ.λπ.) διοικούμαι από διοικητικές μονάδες που έχουν οργανωθεί ως ξεχωριστά νομικά πρόσωπα (και όχι από όργανα του κράτους) …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοικούμαι — ήθηκα, διοικώ τον εαυτό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκητος — η, ο αυτός που αυτοδιοικείται, που έχει διοικητική ανεξαρτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»